«Το επ᾿ εμοί, ενόσω ζω και αναπνέω και σωφρονώ, δεν θα παύσω πάντοτε,
ιδίως δε κατά τας πανεκλάμπρους ταύτας ημέρας, να υμνώ μετά λατρείας τον
Χριστόν μου, να περιγράφω μετ᾿ έρωτος την φύσιν και να ζωγραφώ μετά στοργής τα
γνήσια ελληνικά ήθη».
ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ
ΤΟΥ ΘΕΟΥ
Με
είχε καλέσει ο γενναίος φίλος μου, ο κυρ Στέφανος Μ., εις την οικίαν του την
ημέραν του Πάσχα, δια να συμφάγωμεν την ώραν του προγεύματος περί τας δέκα, από
συγκατάβασιν και ευσπλαχνίαν, δια να κάμω κι εγώ μετά τόσα χρόνια Πάσχα
οικιακόν, ως έρημος και ξένος στα ξένα.
Εύχαρι και θαλπερόν ήτο το
εσωτερικός της εστίας του, αφού διήλθον την ευρείαν αυλήν, με την διάπλατον
πύλην και τους σταύλους των αλόγων, και την πρασινάδαν και τας γάστρας των
ανθέων.
Η οικογένειά του, η γραία Μαρία η συμβία του, αφελής
και αρχαϊκή, ο υιός του, αμόρφωτος και άπλαστος, καλός αμαξηλάτης, κι ο αδελφός
του, στιβαρός, γεροντοπαλλήκαρον, τραχύς και φιλαλήθης. Τέλος, η κόρη του η
Ρηνούλα, τελεία αντιπρόσωπος της νέας γενεάς, κεντήτρια, ζωγραφίνα και
θεατρίνα. Πλην όμως κι αυτή αφελής και απλή εις το πρόσωπον και τους τρόπους.
Είχε μίαν παιδίσκην επτά ετών, την Μαρίαν, πάντοτε μειδιώσαν και ανοικτόκαρδον,
και εν χαριτωμένον ξενικόν πλάσμα, την Τοτώ, ξανθήν, γαλανόμορφον και αγγελοθωρούσαν.
Η μικρά κόρη, δεν ηξεύρω πότε ακριβώς πώς, είχε πέσει εις τας χείρας της και
απετέλει μέλος της οικογενείας. Φαίνεται ότι κάποια ξένη Γαλλίς, παιδαγωγός ή
διδασκάλισσα εις πλουσίαν οικίαν, είχεν εμπέσει εις τα δίκτυα κανενός
επιχηρευτού και είχε συλλάβει το μαγικός τούτο χρυσόψαρον της δεξαμενής, δια να
πλεύση εις το πέλαγος του αγνώστου, εάν δεν έμελλε ποτέ να πτεροφυσήση εις τον
αιθέρα του αχανούς. Εύρε θέσιν καλυτέραν αλλού, κι εταξίδευσε κι ενεπιστεύθη το
έμψυχον κειμήλιον αυτό εις τας χείρας της Ρηνούλας, ήτις αφού την είχεν
εγκαταλίπει κι αυτήν ο πλανητής όστις την εστεφανώθη, ανέθρεψε το τέκνον της κι
έμεινε ζωντοχηρούσα, κι εδέχθη ως έρμαιον το ξένον βρέφος αυτό, ίσως επειδή
ησθάνετο μικρόν θησαυρόν φιλοστοργίας εις τα στήθη της.
Όταν απεφάγαμεν
κι εσυγκρούσαμεν τα κόκκιν᾿ αυγά, και είχαμεν κενώσει τα τρία τέταρτα της
χιλιάρικης –ήτο ωραίον ρτσινάτο, όλον άρωμα και πτήσις και αφρός– αφού έψαλεν ο
γέρων Φίλιππος το Χριστός Ανέστη (ο
κυρ Στέφανος δεν ήξευρεν άλλο να ψάλλη ειμή το «ψήσου, γίδα, και
ροδοκοκκινίσου»), ηθέλησα κι εγώ να είπω το Αναστάσεως
ημέρα, το αλλέγρο, τον πρώτον δηλαδή ειρμόν του Κανόνος της ημέρας, όχι το
τελευταίον, το δοξαστικόν, το αργόν. Μόλις ήνοιξα το στόμα μου κι επρόφερα:
Αναστάσεως
ημέρα,
λαμπυνθώμεν,
λαοί·
Πάσχα
Κυρίου Πάσχα…
η
μικρά Τοτώ, βλέπουσα ατενώς προς με, αφήκεν ακράτητον επιφώνημα χαράς κι έλαμψε
το προσωπάκι της, τα ματάκια της, το στόμα της, τα μάγουλά της, όλα εμόρφασαν
κι εμειδίασαν άρρητον μειδίαμα αγαλλιάσεως. Το πράγμα μου επροξένησεν αίσθησιν.
Φαίνεται τω όντι ότι έχουν άφατον άρωμα και κάλλος, μαρτυρούμενον εκ στόματος
νηπίων και θηλαζόντων, αυτά τα εμπνευσμένα άσματα της Αγίας Εκκλησίας μας.
Συγχρόνως η Μαρία, με παιδικήν χαράν
κι αυτή, ανέκραξεν:
«Αυτά δεν είναι τροπάρια που
ψέλνετε, κύριε».
«Αλλά τι είναι, κορίτσι μου;»
ηρώτησα.
«Αυτά είναι σαν γλυκά γλυκά
τραγουδάκια».
Τούτο μου ενθύμισε μίαν άλλην μικράν κορασία, την
Κούλαν (Αγγελικήν) του φίλου μου Νικόλα του Μπούκη. Απλούς μανάβης ή οπωροπώλης
ήτον ο άνθρωπος, αλλ᾿ είχε λάβει θεόθεν δια την φιλοξενίαν του την ευλογίαν του
Αβραάμ. Η μικρά οικία ήτο ξενών δια τους φίλους και τους διαβατικούς, δια τους
εκλεκτούς και τους τυχόντας. Είχεν απολύσει η λειτουργία μετά την παννυχίδα εις
το παρεκκλήσι του Αγίου Ελισσαίου, και την ώραν του αντιδώρου η γυνή του
Μπούκη, του φίλου μου, ακολουθουμένη από την μικράν κόρην της, την Αγγελικούλαν,
μ᾿ επλησίασεν εις το στασίδι δια να μου υπομνήση, ως συνήθως, ότι έπρεπε να
υπάγω εις το γεύμα. Τότε η μικρά παιδίσκη (ήτο ως εννέα ετών, ροδίνη και
καστανή, και την είχαν υιοθετήσει από το βρεφοκομείον, ως άτεκνον οπού ήτο το
ανδρόγυνον· αλλ᾿ αυτή το ηγνόει), μ᾿ εχαιρέτισε και μου λέγει:
«Εσύ, μπάρμπα-Αλέξανδρε, ψέλνεις τα τραγούδια του
Θεού».
Έκτοτε απουσίασα από τας Αθήνας. Είχα ενθυμηθή τους
πτωχούς οικείους εις την μικράν πατρίδα μου, μακράν της οποίας είχα ζήσει, εκ
μικρών διαλειμμάτων, υπέρ το ήμισυ της ζωής μου. Όταν τέλος με είχον βαρυνθή κι
εκεί, ετόλμησα μετά τρία έτη να επανέλθω εις την πρωτεύουσαν, με την αμυδράν
ελπίδα ότι δεν θα εγενόμην και πάλιν βαρετός εις τους φίλους μου.
Αφού εκρύβην επι εβδομάδα εις
ταπεινόν τινα ξενώνα, επήγα λάθρα μίαν πρωΐαν να ανταμώσω τον φίλον μου
Νικόλαον τον Μπούκην. Φευ! Τι έμαθα; Η μικρά Κούλα, ήτις ήγε τώρα το ενδέκατον
έτος της ηλικίας της, ήτο άρρωστη βαρειά! Είχε δέκα ημέρας στο κρεβάτι, κι ο
ιατρός είπεν ότι ήτο κακός πυρετός, ίσως τυφοειδούς φύσεως.
Επήγα κατ᾿ ευθείαν από το
οπωροπωλείον, όπως με προέτρεψεν ο Νικόλας, δια να βοηθήσω με λόγια και
ενθαρρύνω την μητέρα. Η πτωχή, ήτις την ηγάπα ως να ήτο γέννημα των σπλάχνων
της, ίσως και περισσότερον, εχάρη άμα με είδεν, είτα μου έδειξε την κλίνην. Η
μικρά Κούλα ήτο ισχνή, κάτωχρος, πυρέσσουσα, κι έκειτο σχεδόν αναίσθητος επί
της κλίνης. Είπα εις την μητέρα τα συνήθη λόγια της παρηγοριάς και της
ενθαρρύνσεως, έμεινα δύο ώρας εκεί, είτα επανήλθα πάλιν το δειλινόν και την
νύκτα και την άλλην πρωΐαν. Η Κούλα έβαινε χειρότερα. Είτα, την τρίτην ημέραν,
εφάνη να είχε βελτιωθή κάπως, και ησθάνετο. Η μητέρα της μου είπε να πλησιάσω
και να της ομιλήσω.
«Περαστικά, Κούλα. Δεν έχεις
τίποτα, κορίτσι μου».
«Α, μπάρμπα Αλέξανδρε» εψέλλισεν
ασθενώς. «Πότε θα μου πης πάλι τα θεία…τραγούδια;»
«Όποτε θέλεις, Κούλα μου. Άμα
γίνη αγρυπνία εις τον Άγιον Ελισσαίον, να έλθης να σου τα πω».
«Να μου τα πης. Μα θα τ᾿ ακούσω;»
«Άμα προσέχης, θα τ᾿ ακούσης…»
«Ωχ!»
Εστέναξεν, έκλεισε τα όμματα και
δεν μου ωμίλησε πλέον. Εφαίνετο ότι είχε πολύ κουρασθή (έφερεν ασθενώς την
ισχνήν χείρα προς το ους, ενώ εψέλλιζε. Φαίνεται ότι είχε πάθει βαρηκοΐαν ένεκα
της νόσου). Της έφεραν χρίσμα, έλαιον από την κανδήλαν. Αυτή ανέλαβε προς
στιγμήν τας αισθήσεις της κι εψιθύρισε:
«Μοσχοβολά η ψυχή μου. Λάδι, γαλήνη, ηρεμία. Θα
πλέψω καλά».
Μετά
τρεις ημέρας την προεπέμπομεν εις τον τάφον. Οι επαγγελματικοί ιερείς κι οι
ψάλται έψαλλον τα κατά συνθήκην, από την Άμωμον
οδόν έως τον Τελευταίον ασπασμόν.
Μόνος ο παπα-Νικόλας απ᾿ τον Αϊ-Γιάννη του Αγρού, ο Ναξιώτης, εφαίνετο ότι
έκανε χωριστήν ακολουθίαν, εμορμύριζε μέσα του, και τα όμματά του εφαίνοντο
δακρυσμένα.
«Τι μουρμουρίζεις, παπά;» του
είπα από το όπισθεν του στασιδίου, όπου είχεν ακουμβήσει.
«Λέγω την ακολουθίαν των νηπίων
μέσα μου» είπεν ο παπα-Νικόλας. «Εις αυτό το άκακον αρμόζει η κηδεία των
νηπίων».
Τω όντι, κι εγώ, με όλον τον
πόνον και τα δάκρυά μου, είχα αναλογισθή εκείνην την στιγμήν την ακολουθίαν των
νηπίων. Και ακουσίως έλεγα μέσα μου τα τραγούδια του Θεού. Αλλά τα ήκουε τάχα η
αγνή ψυχή, αν ο άγγελός της της επέτρεπε να περιΐπταται εκεί γύρω;
ΚΑΛΟ ΠΑΣΧΑ ΚΑΙ
ΚΑΛΗ ΑΝΑΣΤΑΣΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου