Σάββατο 3 Φεβρουαρίου 2018

Η αρχαία Μακεδονική διάλεκτος και η ψευδώνυμη γλώσσα των Σκοπίων


Κεντρική θέση στο «Μακεδονικό» ζήτημα, παλαιότερα ή σήμερα, κατέχει το θέμα της γλώσσας, επειδή γλώσσα και συνείδηση προσδιορίζουν την εθνική ταυτότητα. Είναι χαρακτηριστικό πως η γλώσσα των αρχαίων Μακεδόνων αποτέλεσε την «αιχμή του δόρατος» με την οποία επλήγη παλαιότερα η ελληνικότητα της Μακεδονίας. Έτσι, υποστηρίχτηκε λ.χ. πως ορισμένα χαρακτηριστικά της αρχαίας Μακεδονικής (κυρίως η υποκατάσταση των φ, χ, θ από τα β, γ, δ) έδειχναν πως η προέλευση αυτής της διαλέκτου δεν ήταν όμοια με εκείνη των λοιπών ελληνικών διαλέκτων! Και πως ούτε καν για γλώσσα δεν θα έπρεπε να μιλάει κανείς, αφού από τις ισχνές μαρτυρίες που έχουν σωθεί, τέτοια γλώσσα ως γλώσσα πιθανόν να μην υπήρξε! Και πως, κι αν ακόμη υπήρξε, οι επιδράσεις που δέχτηκε από τους γύρω λαούς (Θράκες, Ιλλυριούς κ.ά.) ήταν τόσο έντονες, που την αλλοίωσαν και την έκαναν να δίνει στους λοιπούς Έλληνες την αίσθηση μιας «βάρβαρης», δηλαδή ξενικής γλώσσας!
Η συζήτηση του θέματος της αρχαίας μακεδονικής διαλέκτου, αυτής που μιλούσαν οι αρχαίοι Μακεδόνες, πριν υιοθετήσουν για πολιτικούς λόγους ως επίσημη γλώσσα του κράτους την αττική διάλεκτο, η συζήτηση του θέματος της προφορικής μακεδονικής διαλέκτου που γνωρίζουμε από 350 μαρτυρημένες λέξεις και από πλήθος ιστορικών μαρτυριών, ξεκίνησε τον 19ο αιώνα από Γερμανούς κυρίως επιστήμονες, γλωσσολόγους και ιστορικούς, ορισμένοι από τους οποίους εξέφρασαν αμφιβολίες για την ελληνικότητα της αρχαίας μακεδονικής διαλέκτου. Το πραγματικά ισχνό γλωσσικό υλικό που έχει σωθεί (350 συνολικά λέξεις) από την αρχαία μακεδονική διάλεκτο, οι ελλιπείς διαλεκτολογικές γνώσεις των μελετητών της εποχής εκείνης, η γενικότερη υποτίμηση της σημασίας διαλέκτων όπως η προφορική μακεδονική, στην οποία ούτε γράφτηκαν λογοτεχνικά ή άλλα κείμενα ούτε σώθηκαν γραπτά κείμενα, η πολιτική αντιδικία των Μακεδόνων με ισχυρές πόλεις-κράτη, π.χ. η Αθήνα, που οδήγησε προσωπικότητες όπως ο Δημοσθένης σε φραστικές ακρότητες, όλα αυτά στο πλαίσιο μιας γενικότερης υποτίμησης της μονίμως αδύναμης νεότερης Ελλάδας  έθεσαν εν αμφιβόλω τον αμιγώς ελληνικό χαρακτήρα της προφορικής αρχαίας μακεδονικής διαλέκτου.


Πού οφείλονται όμως οι αμφιβολίες και οι επιφυλάξεις που έχουν διατυπωθεί για τη μακεδονική γλώσσα; Κατά πρώτον, στην παλαιότερη, βουλγαρικής έμπνευσης, απόπειρα να εμφανιστεί ιστορικά, εθνολογικά και γλωσσικά ολόκληρη η αρχαία Μακεδονία ως μη ελληνική αλλά ως θρακική, ιλλυρική κ.λπ., για να στηριχτούν πολιτικές διεκδικήσεις των Βουλγάρων στη Μακεδονία με το πρόσχημα ότι οι Μακεδόνες αποτελούσαν ιστορικά και εθνολογικά διαφορετική από τους Έλληνες εθνότητα, στην οποία και ανήκει ιστορικά ο γεωγραφικός χώρος της Μακεδονίας. Επίσης, στη σύγχρονη, σερβικής των Σκοπίων έμπνευσης, τεχνητή ανακίνηση μακεδονικού ζητήματος με βάση την επονομαζόμενη «μακεδονική γλώσσα», δηλαδή το σλαβικό (βουλγαροσερβικό) ιδίωμα της περιοχής των Σκοπίων, που εμφανίζεται ως γλώσσα αυτοτελούς λαού, του μακεδονικού με αλύτρωτες μειονοτικές περιοχές την ελληνική Μακεδονία και τμήμα της βουλγαρικής Μακεδονίας. Κατά δεύτερον, στο πολύ περιορισμένο υλικό που έχει διασωθεί από την αρχαία μακεδονική γλώσσα, τις 350 συνολικά λέξεις που διασώθηκαν, οι οποίες είναι μεμονωμένες, δεν απαντούν σε συστηματικές ενότητες (προτάσεις, κείμενο) και έχουν θησαυριστεί κυρίως από τον λεξικογράφο του 5ου αι. μ.Χ. Ησύχιο, επειδή επρόκειτο για ενδιαφέρουσες γλωσσικές λέξεις, δηλαδή λέξεις αποκλίνουσες στη μορφή ή στη σημασία τους από την αττική διάλεκτο. Για παράδειγμα, γράφει ο Ησύχιος: Ζειρήνη· Αφροδίτη εν Μακεδονία. Το φαινόμενο αυτό δεν είναι σπάνιο στον χώρο της έρευνας ισχνά παραδεδομένων γλωσσών, π.χ. ας θυμηθούμε τα κείμενα των πινακίδων της Γραμμικής Β΄, γίνεται όμως ύποπτο και επικίνδυνο, όταν χρησιμοποιείται ως όπλο εθνικής προπαγάνδας, όπως στην περίπτωση της αποκαλούμενης σήμερα από τα Σκόπια «μακεδονικής γλώσσας».
Προκειμένου για την αρχαία Μακεδονική, το περιορισμένο γλωσσικό υλικό είναι φυσική απόρροια του γεγονότος ότι η διάλεκτος αυτή δεν φαίνεται να χρησιμοποιήθηκε επίσημα ως γραπτός λόγος. Η αποκλειστικά προφορική χρήση της μακεδονικής διαλέκτου σε συνδυασμό με την πρώιμη υποκατάστασή της από την πολιτιστικά κυρίαρχη αττική διάλεκτο, που αποτέλεσε την επίσημη γλώσσα του μακεδονικού κράτους ήδη από τον 5ο αι. π.Χ., εμπόδισε τη δημιουργία μιας περισσότερο παγιωμένης και ομοιόμορφης γλώσσας.
Σήμερα, η επιστήμη της Γλωσσολογίας δέχεται την ελληνικότητα της αρχαίας Μακεδονικής, που είναι φυσικό και αναμενόμενο να δανείστηκε επιμέρους γλωσσικά στοιχεία, κυρίως λεξιλογικά, από γειτονικούς λαούς που συνόρευαν με τους Μακεδόνες στον βόρειο γεωγραφικό χώρο της Ελλάδας. Μετά το υποδειγματικό σε σύνθεση, επιστημονικότητα και αντικειμενικότητα έργο του Otto Hoffmann, Die Makedonen, 1906, και πλήθος δημοσιευμάτων του Γ. Χατζηδάκι, διεθνούς κύρους γλωσσολόγου, η σύγχρονη επιστημονική γλωσσολογική βιβλιογραφία χρησιμοποιεί το υλικό της αρχαίας Μακεδονικής ως αδιάσπαστο τμήμα της αρχαίας ελληνικής γλώσσας. Είναι χαρακτηριστική η τελική εκτίμηση του Hoffmann στο προαναφερθέν έργο του: « Τα ελληνικά ονόματα στη φθογγολογική τους σύσταση και στους νόμους της δομής τους διαφέρουν τόσο βαθιά από τα θρακικά και τα ιλλυρικά, ώστε είναι τελείως αδιανόητο να θεωρηθούν τα ελληνικά μακεδονικά ονόματα ως ενδιάμεση βαθμίδα μεταξύ Ελληνικής και Θρακικής…Αν τα ελληνικά ονόματα αποδεικνύουν αναντίρρητα ότι οι Μακεδόνες ήταν γνήσιοι Έλληνες, τότε και το ελληνικό τους λεξιλόγιο δεν μπορεί να είναι δάνειο θεσσαλικό αλλά εθνική κληρονομιά τους. Δεν πρόκειται εδώ για μετάδοση του ελληνικού πολιτισμού και της ελληνικής γλώσσας ως πνευματικού αγαθού από τη Θεσσαλία σε ξένους λαούς της Μακεδονίας. Εδώ ένα ελληνικό φύλο, πολεμικό και ισχυρό με ευφυείς ηγέτες, κατέλαβε τη Μακεδονία και την κατέστησε ελληνική χώρα. Επομένως η Μακεδονική ήταν ελληνική διάλεκτος». Σε ποια όμως ομάδα/ κατηγορία διαλέκτων της αρχαίας Ελληνικής ανήκει η Μακεδονική; Πρόκειται πιθανότατα για διάλεκτο με δωρικό κυρίως χαρακτήρα, που ανήκει στις δυτικές ελληνικές διαλέκτους.
Και η «μακεδονική γλώσσα» των Σκοπίων; Εδώ η πολιτική σκοπιμότητα γίνεται πρόκληση, όταν ως μακεδονική γλώσσα χαρακτηρίζεται παραπλανητικά η Νεοσλαβική, η εκσερβισμένη Βουλγαρική, που κατασκευάστηκε στα γλωσσικά εργαστήρια των Σκοπίων με εθνικιστική σκοπιμότητα.  Ο πρώτος που αποκάλυψε αυτή την επιστημονική απάτη σε όλη της την έκταση ήταν ο αείμνηστος καθηγητής της Γλωσσολογίας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης Νικόλαος Ανδριώτης, ο οποίος επιχειρηματολογώντας για την ονομασία του σκοπιανού σλαβικού ιδιώματος προτείνει για τον λόγο αυτό να ονομάζεται «Σλαβικό ιδίωμα του κράτους των Σκοπίων», αφού πρόκειται για ιδίωμα που μόλις τα τελευταία χρόνια δουλεύτηκε βιαστικά και τεχνητά, ώστε να μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως επίσημη εθνική γλώσσα. Θα μπορούσε όμως κανείς να αποκαλέσει την ψευτομακεδονική των Σκοπίων και Βουλγαροσερβική ή καλύτερα Σερβοβουλγαρική, μετά τον καθαρισμό της από το υπερισχύον αρχικά βουλγαρικό γλωσσικό υλικό. Αυτή είναι η υφή και η προέλευση αυτής της γλώσσας και έτσι θα λεγόταν, αν δεν παρενέβαιναν πολιτικές σκοπιμότητες και κρατικοί εθνικισμοί. Φυσικά, στη γλώσσα αυτή είναι μεγάλη η επίδραση της Ελληνικής, καθώς χιλιάδες λέξεων, όχι μόνο διοικητικών, εκκλησιαστικών και πολιτισμικών γενικότερα, αλλά και της καθημερινής ζωής πέρασαν σ᾿ αυτήν αποτελώντας ένα βασικό γλωσσικό υπόστρωμα. Μερικά ενδεικτικά παραδείγματα: vris (βρύση), dipla (δίπλα), zugraf (ζωγράφος), kalam (καλάμι), spanio (σπάνιος), argisam (αργώ), aresam (αρέσω), kinisam (κινώ), mirisam (μυρίζω) κ.λπ.
Συμπερασματικά, η ελληνικότητα της αρχαίας μακεδονικής γλώσσας δεν μπορεί πλέον σήμερα να αμφισβητηθεί με γλωσσικά και γλωσσολογικά κριτήρια. Το γλωσσικό υλικό που σώθηκε από τη μακεδονική διάλεκτο, όσο περιορισμένο και αποσπασματικό κι αν είναι λόγω της προφορικής χρήσης της αρχαίας μακεδονικής διαλέκτου, είναι γλωσσολογικά επαρκές, για να αποδείξει την ελληνικότητα της διαλέκτου. Έχοντας, λοιπόν, να κάνουμε με μια τόσο παλιά και γνήσια διάλεκτο της αρχαίας Ελληνικής, τη Μακεδονική, είναι φυσικό να αισθανόμαστε πικρία και αγανάκτηση, όταν ως «μακεδονική γλώσσα» βαφτίζεται (από το 1944, όταν ένα τμήμα της Γιουγκοσλαβίας, αυτό που από το 1918 ονομαζόταν «Νότια Σερβία» ή «Vardarska Banovina», δηλαδή «Διοικητική περιφέρεια του Βαρδάρη», μετονομάζεται για πολιτικούς λόγους σε «Λαϊκή Δημοκρατία της Μακεδονίας»), προβάλλεται και προπαγανδίζεται διεθνώς το νεόκοπο σλαβικό (βουλγαροσερβικό) ιδίωμα του κράτους των Σκοπίων. Και όταν επιχειρείται κατά πρωτοφανή τρόπο να αποκοπεί η Μακεδονία από μια ελληνική παράδοση 4.000 χρόνων, για να κατασκευαστεί το σκηνικό των αλύτρωτων μειονοτήτων της «Μακεδονίας του Αιγαίου» και της «Μακεδονίας του Πιρίν», που από κοινού με τη μόνη «λυτρωμένη» Μακεδονία, το κράτος των Σκοπίων, επιδιώκεται για πολιτικούς καθαρά λόγους να αποτελέσουν την ενιαία και ανεξάρτητη δήθεν Μακεδονία! Βέβαια, το γεγονός ότι η πολιτική των Σκοπίων πέρασε στο εξωτερικό και καθιέρωσε τους όρους Μακεδονία, Μακεδόνες και μακεδονική γλώσσα ως δηλωτικούς της χώρας, του λαού και της γλώσσας των Σλάβων των Σκοπίων οφείλεται και σε αδικαιολόγητες δικές μας παραλείψεις. Συνεπώς, είναι πολύτιμη και αναγκαία η εθνική αφύπνιση, η οποία όμως προϋποθέτει σωστή και έγκυρη ενημέρωση. Αυτός είναι και ο σκοπός του παραπάνω κειμένου.

Το παραπάνω άρθρο στηρίχτηκε στον τόμο: Γ. Μπαμπινιώτης, Η γλώσσα της Μακεδονίας. Η αρχαία μακεδονική και η ψευδώνυμη γλώσσα των Σκοπίων, Αθήνα 2000.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η Εφημερίδα των μαθητών του 2ου Πρότυπου Πειραματικού Γυμνασίου θεσσαλονίκης