Τετάρτη 30 Απριλίου 2014

Το ημερολόγιο ενός ναυτικού


          Στα πλαίσια του μαθήματος των κειμένων με τον κ. Μπετσάκο Βασίλη, όπου συζητήσαμε για  το ποιήμα "Οι γάτες των φορτηγών " του Καββαδία , μας ανατέθηκε να σκεφτούμε και να γράψουμε κάποιες μέρες από το ημερολόγιο ενός ναυτικού.

Σε συνεργασία λοιπόν με τη συμμαθήτριά μου Σκαλτσώνη Γεωργία, και φυσικά με τον κ. Γιαννούδη Γιώργο που μας ενθάρρυνε , σκεφτήκαμε να ανεβάσουμε εδώ στην εφημερίδα την δική μας προσπάθεια .

Το ημερολόγιο ενός ναυτικού 

          Δευτέρα 11 Νοεμβρίου 1833
Σήμερα η μέρα πέρασε ήσυχα. Στεριά δεν είδαμε ακόμα.
Αμφιβάλλω άμα θα δούμε σύντομα. Νιώθω την ανάγκη ν απατήσω στο χώμα όπου οι άνθρωποι πατάνε, να φάω κάτι διαφορετικό, τα βαρέθηκα τα ψάρια! Όταν όλοι στο καράβι κοιμούνται, εγώ κοιτάζω τα αστερία και ονειρεύομαι. Με τα χέρια στο κεφάλι λοιπόν, ξαπλώνω στη μέση της πλώρης και ονειρεύομαι τη ζωή στη στεριά. Σκέφτομαι πως αν έμενα εκεί θα ήταν τελείως διαφορετικά. Θα καμάρωνα τα παιδάκια μου και θα με φρόντιζε η γυναίκα μου, η Μαρία. Αλλά, όπως και να έχει διάλεξα άλλους δρόμους. Ήθελα να γνωρίσω νέους τόπους και να ζήσω πολλές περιπέτειες. Γι’ αυτό και βρίσκομαι εδώ τώρα. Μόνος σε μια θάλασσα γεμάτη ανασφάλεια, τρικυμίες και σκοτούρες. Μα πάνω από όλα νιώθω την ανάγκη να μιλήσω με κάποιον. Με τους άλλους ναύτες δεν έχουμε ιδιαίτερες σχέσεις και με βασανίζει  η μοναξιά.

Τρίτη 12/11/1833

Η χθεσινή ηρεμία της θάλασσας δυστυχώς δεν κράτηση και σήμερα. Με κατακλύζουν συνεχώς οι εικόνες των πελώριων κυμάτων. Δύο ναύτες παραλίγο να χάσουν τη ζωή τους. Αρχίζω να φοβάμαι. Και αν αυτή είναι η δική μου τύχη; Τα βράδια βλέπω περίεργα  όνειρα. Χθες είδα τον καπετάν Κώστα, εμένα και κάποιους άλλους να είμαστε πάν στο καράβι. Εγώ κατέβαινα στ’ αμπάρι, όταν ο καπετάν Κώστας με φώναξε με αυστηρή φωνή. Τον πλησίασα και εκείνος άρχισες να με μαλώνει, σαν να ήμουν μικρό παιδί. Δεν θυμάμαι ακριβώς τι μου έλεγε, πάντως κανένας δεν ήθελε να με υπερασπιστεί. Όταν ξύπνησα καιν συνειδητοποίησα το όνειρό μου, ήμουν γεμάτος απορίες. Ο  λόγος που είχα παραξενευτεί είναι πως ο καπεταν Κώστας  έχει πεθάνει εδώ και μια δεκαετία. Ήταν αυτός που με βοήθησε να πραγματοποιήσω τα πρώτα μου ταξίδια. Όμως, έμαθα πριν πολλά χρόνια ότι έπασχε  από μια σοβαρή ασθένεια που του στέρησε τη ζωή. Το μόνο παράπονό μου, είναι ότι δεν είχα ποτέ την ευκαιρία να τον ευχαριστήσω για όλα όσα μου έκανε. Βέβαια, τα έχω μετανιώσει ως τώρα, αλλά δεν έχει σημασία. Ίσως, γι’ αυτό ήρθε στον ύπνο μου και με μάλωνε. Επειδή, δεν του έδειξα καθόλου ευγνωμοσύνη. Το θέμα είναι όμως ότι οι φουρτούνες  δεν αφήνουν το μυαλό μου σε ησυχία. Με κάνουν να θυμάμαι τα λάθη της ζωής μου, για τα οποία δεν έχω επανορθώσει. Σαν να έρχεται το τέλος της ζωής μου. Αχ Θεέ μου, σε παρακαλώ,…. Τουλάχιστον να προλάβω να στείλω κάποια γράμματα στη Μαρία! Αχ, πόσο τη θέλω κοντά μου σ’ αυτές τις δύσκολες στιγμές…

Τετάρτη 13/11/1833

Το πρωί με ξύπνησαν οι φωνές ενός ναύτη: «Στεριά, στεριά, σηκωθείτε όλοι, στεριά!» Τα λόγια του ήταν τόσο αληθινά! Ίσως ήταν τα πιο ωραία λόγια που έχω ακούσει ποτέ. Σηκώθηκα αμέσως από το κρεβάτι μου, πήρα τα κιάλια και βγήκα έξω. Από την τελευταία φορά που είδαμε ξηρά έχουν περάσει δυο μήνες , τη θυμάμαι καλά εκείνη τη μέρα. Ήταν τέλη Αυγούστου και η ζέστη ήταν αφόρητη. Φτάσαμε στο λιμάνι της Παμάρτης, στην Ισπανία.  Αφού αράξαμε το πλοίο, ενθουσιασμένοι κατεβήκαμε. Μόνο ο καημένος ο Τζέιλ έμεινε μέσα για να προσέχει το πλοίο.  Περπατούσαμε λοιπόν ανάμεσα σε πρόσωπα που μας κοιτούσαν τρομαγμένα. Μερικοί σταματούσαν τις δουλειές του και μας χάζευαν με περιέργεια. Τότε, αποφασίσαμε να τους μιλήσουμε. Δεν ήξεραν Εγγλέζικα, ούτε Ελληνικά. Είχαμε χάσει κάθε ελπίδα, μέχρι που φώναξαν ένα ψηλό και αδύνατο παλικάρι. Η μαμά του ήταν Εγγλέζα και εκείνος μιλούσε κάτι «ψιλά». Μας οδήγησε κάπου να φάμε και να ξεκουραστούμε. Έπειτα μπαρκάραμε, έτοιμοι να συνεχίσουμε το μακρινό μας ταξίδι. Φυσικά, σήμερα  ο ναύτης έκανε πλάκα. Δεν ξέρω γιατί τον πίστεψα αλλά άκουσα αυτή τη στιγμή το μεγαλύτερό μου όνειρο να γίνεται πραγματικότητα. Γι’ αυτό νοσταλγώ εκείνες τις παλιές στιγμές στην ξηρά. Αλλά …  αρχίζω να πιστεύω πως ίσως τα όνειρα είναι για τον ύπνο και μόνο…

Παρασκευή 15/11/1833

Η θάλασσα ήρεμε. Το μυαλό μου όχι. Από εχθές δε σταμάτησα να σκέφτομαι τη Μαρία. Και αν έχει βρει άλλον; Κατά παιδιά, τα παιδιά τι κάνουν; Με θυμούνται ακόμα ή ξέχασαν το γεγονός ότι έχουν πατέρα; Οι σκέψεις αυτές πλημμυρίζουν το μυαλό μου. Χρειάζομαι κάποιον να τις πω αλλά φίλους δεν έχω. Εν τω μεταξύ, κάθε Παρασκευή φέρνω στη μνήμη μου παιδικά μου χρόνια. Αναπολώ εκείνες τις ηλιόλουστες παρασκευές που συναντούσα τον Θέμη, τον ξάδερφό μου. Τρέχαμε μες στα χώματα και παίζαμε στην πλατεία. Βλέπαμε τα υπόλοιπα παιδιά να τρώνε παγωτό αλλά εμείς παίρναμε. Είχαμε τόσο μεγάλη όρεξη για σκανταλιές που μας κοβόταν η όρεξη για φαγητό. Τα βράδια που γυρνούσαμε, ήμασταν βρώμικοι και κουρασμένοι. Η θεία μου μας φώναζε και έλεγε πως εγώ παρέσερνα τον Θέμη. Τώρα σκέφτομαι, πως από τότε που ξεκίνησα τη δουλειά στα καράβια, δεν τους έχω ξαναδεί. Μου λείπουν όλοι. Οι φίλοι μου, ο καπεταν Κώστας, η οικογένειά μου και η αγαπημένη μου γυναίκα. Θα κάνω λοιπόν, αυτό που πρέπει. Στο επόμενο λιμάνι που θα κατέβουμε, εγώ θα γυρίσω στην πατρίδα μου… την Ελλάδα!!!
                                     
                                                                           Αντωνία Παπαδοπούλου
                                                                     Γεωργία - Χρυσοβαλαντία Σκαλτσώνη
                                                                                               Β2

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η Εφημερίδα των μαθητών του 2ου Πρότυπου Πειραματικού Γυμνασίου θεσσαλονίκης